- ιότης
- ἰότης, ἡ (Α)1. θέληση, επιθυμία («θεῶν ἰότητι» — με τη θέληση τών θεών, Ομ. Οδ.)2. για χάρη κάποιου, ένεκα («ἰότητι γάμων», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *isto- (μετοχικός τ., πρβλ. αρχ. ινδ. ista- «ποθητός»), οπότε η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. ρ. is «επιθυμώ». Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με το ἵεμαι «επιθυμώ, λαχταρώ», οπότε πρέπει να αναχθεί σε αρχικό τ. ρηματικού επιθ. *Fίοτος, απ' όπου *Fιοτ-ότης και, με απλολογία, *Fıoτης (απαντά και στο σύνθ. βοιωτ. ανθρωπωνύμιο ΘειοFίοτος (< φρ. θεῶν ἰότητι). Πιθ., τέλος, ο τ. ἰότης να προέκυψε με λανθασμένο χωρισμό τής λ. δηιότητι σε δή ἰότητι].
Dictionary of Greek. 2013.